ἀνακόλλημα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[venda o emplasto adhesivo]] Dsc.2.135, <i>Eup</i>.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[venda o emplasto adhesivo]] Dsc.2.135, <i>Eup</i>.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνακόλλημα]]) [[ἀνακολλῶ]]<br />αυτό που κολλιέται [[επάνω]] σε κάποια [[επιφάνεια]] και ειδικότερα το [[έμπλαστρο]] που κολλιέται [[επάνω]] στο [[δέρμα]] για θεραπευτικούς λόγους, [[κατάπλασμα]], [[μπλάστρι]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλλημα Medium diacritics: ἀνακόλλημα Low diacritics: ανακόλλημα Capitals: ΑΝΑΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: anakóllēma Transliteration B: anakollēma Transliteration C: anakollima Beta Code: a)nako/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.

German (Pape)

[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.