ἀντωνυμία: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> gram. [[pronombre]] D.H.<i>Comp</i>.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.<i>in SE</i> 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.<i>E.Th</i>.2.19, <i>Gr.Shorthand Man.</i>624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.<i>Pron</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[sustituto]], [[sinónimo]] de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.<i>Pr</i>.73. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> gram. [[pronombre]] D.H.<i>Comp</i>.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.<i>in SE</i> 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.<i>E.Th</i>.2.19, <i>Gr.Shorthand Man.</i>624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.<i>Pron</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[sustituto]], [[sinónimo]] de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.<i>Pr</i>.73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἀντωνυμία]])<br />κλιτό [[μέρος]] του λόγου, κλιτή [[λέξη]] χρησιμοποιούμενη [[αντί]] ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επωνυμία]] [[μετωνυμία]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D. II interchange of names, Dam.Pr.73.
German (Pape)
[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.
Greek Monolingual
η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].