ἀπαιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
(big3_5)
(5)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[exigir la devolución de]] χρήματα <i>Od</i>.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.<i>Fr</i>.286<br /><b class="num">•</b>[[pedir]], [[reclamar]] ποινήν Nonn.<i>D</i>.29.316<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.<i>D</i>.42.382.
|dgtxt=[[exigir la devolución de]] χρήματα <i>Od</i>.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.<i>Fr</i>.286<br /><b class="num">•</b>[[pedir]], [[reclamar]] ποινήν Nonn.<i>D</i>.29.316<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.<i>D</i>.42.382.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπαιτίζω]] (Α)<br />[[απαιτώ]], [[ζητώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]] που μου πήραν με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αιτίζω]], επικ. τ. του [[αιτώ]]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].