ἀπαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(big3_5)
(5)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀπᾰμείβομαι)<br />[[contestar]], [[responder]] ἀπαμειβόμενος προσέφη <i>Il</i>.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2<i>S</i>., ἀπαμείβετο φώνησέν τε <i>Il</i>.20.199, <i>Od</i>.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο <i>AP</i> 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.<i>An</i>.2.5.15, cf. Nonn.<i>D</i>.8.165.
|dgtxt=(ἀπᾰμείβομαι)<br />[[contestar]], [[responder]] ἀπαμειβόμενος προσέφη <i>Il</i>.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2<i>S</i>., ἀπαμείβετο φώνησέν τε <i>Il</i>.20.199, <i>Od</i>.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο <i>AP</i> 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.<i>An</i>.2.5.15, cf. Nonn.<i>D</i>.8.165.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπαμείβομαι]] (Α)<br />[[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰμείβομαι Medium diacritics: ἀπαμείβομαι Low diacritics: απαμείβομαι Capitals: ΑΠΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: apameíbomai Transliteration B: apameibomai Transliteration C: apameivomai Beta Code: a)pamei/bomai

English (LSJ)

fut. -ψομαι: aor.

   A ἀπημείφθην X.An.2.5.15: plpf. ἀπάμειπτο AP14.2, Nonn.D.8.165:—reply, answer, freq. in Hom., but always with a second more definite Verb, as ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, al.; ἀπαμείβετς φώνησέν τε 20.199, al.; ὧδε ἀ. X. l.c.; τινά Theoc.8.8.

German (Pape)

[Seite 277] dep. pass., ἀπημείφθην Xen. An. 2, 5, 15, ἀπάμειπτο probl. arith. 2. 42 (XIV, 3. 4), erwidern, antworten; bei Hom. in den Formen ἀπαμείβετο (nicht selten), ἀπαμειβόμενος (sehr oft), ἀπαμειβόμενοι Od. 9, 409, ἀπαμειβόμενον neutr. Od. 4, 824. 835.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμείβομαι: ἀόρ. ἀπημείφθην Ξεν. Ἀν. 2. 5, 15: ὑπερσυντ. ἀπάμειπτο Ἀνθ. Π. 14. 3: ἀποθ.: ― ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, συνηθέστατον παρ, Ὁμ., ἀλλ’ ἀεὶ μεθ’ ἑτέρου ἐμφατικωτέρου ῥήματος, ὡς ἀπαμειβόμενος προσέφη ἢ ἀπαμείβετο φώνησέν τε· οὕτω, Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπημείφθη, δηλ. ἀπεκρίνατο, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., τινὰ Θεόκρ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

prendre la parole à son tour, répondre ; τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη IL, OD prenant la parole à son tour, il lui dit.
Étymologie: ἀπό, ἀμείβομαι.

English (Autenrieth)

answer, reply; esp., ἀπαμειβόμενος προσέφη (προσεφώνεε), and ἀπαμείβετο φώνησέν τε. In different connection, Od. 8.158.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰμείβομαι)
contestar, responder ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2S., ἀπαμείβετο φώνησέν τε Il.20.199, Od.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο AP 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.An.2.5.15, cf. Nonn.D.8.165.

Greek Monolingual

ἀπαμείβομαι (Α)
απαντώ, αποκρίνομαι.