ἄπαρνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[negado]] ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega</i> A.<i>Supp</i>.1039.<br /><b class="num">2</b> [[que niega]] c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada</i> S.<i>Ant</i>.435<br /><b class="num">•</b>c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo</i> Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable</i> Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[negado]] ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega</i> A.<i>Supp</i>.1039.<br /><b class="num">2</b> [[que niega]] c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada</i> S.<i>Ant</i>.435<br /><b class="num">•</b>c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo</i> Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable</i> Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπαρνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται [[τελείως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απαρνούμαι]], με μεταρρηματικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[έξαφνος]])].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαρνος Medium diacritics: ἄπαρνος Low diacritics: άπαρνος Capitals: ΑΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: áparnos Transliteration B: aparnos Transliteration C: aparnos Beta Code: a)/parnos

English (LSJ)

ον, (ἀρνέομαι)

   A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435.    II Pass., denied, ᾇ . . οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαρνος: -ον, (ἀρνέομαι) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, ἤτοι οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nie, gén. : ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;
2 refusé à, τινι.
Étymologie: ἀπαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 negado ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega A.Supp.1039.
2 que niega c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada S.Ant.435
c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.

Greek Monolingual

ἄπαρνος, -ον (Α)
1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι
2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)].