ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num">•</b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]], [[que esta fuera de combate]] πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.<i>An</i>.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.<i>Tact</i>.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.<br /><b class="num">2</b> [[que permanece apartado de la lucha]] μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν [[Ἀχιλλεύς]] <i>AP</i> 9.467 (tít), τῷ δ' [[Ἀχιλλεύς]] τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ [[ἀπόμαχος]] ἦν Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.174), cf. Them.<i>Or</i>.18.221a, Socr.Sch.<i>HE</i> 2.11.5<br /><b class="num">•</b>milit. [[retirado]] de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.<i>Mag</i>.1.47.<br /><b class="num">3</b> [[invencible]] ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν [[ἀπόμαχος]] μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.81).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόμαχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόστρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[εργασία]] ή την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[πλέον]] να μάχεται.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμᾰχος Medium diacritics: ἀπόμαχος Low diacritics: απόμαχος Capitals: ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: apómachos Transliteration B: apomachos Transliteration C: apomachos Beta Code: a)po/maxos

English (LSJ)

ον, (μάχη)

   A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22.    II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.

German (Pape)

[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.