ἀποτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[propiedad dada en prenda]], [[propiedad hipotecada]] para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.<i>Fr</i>.84S., o la dote χρήματ' [[ἀποτίμημα]] ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. <i>Fine</i> 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[propiedad dada en prenda]], [[propiedad hipotecada]] para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.<i>Fr</i>.84S., o la dote χρήματ' [[ἀποτίμημα]] ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. <i>Fine</i> 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀποτίμημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τιμή]], [[αξία]] πού έχει υπολογιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εγγύηση]], [[υποθήκη]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῑμημα Medium diacritics: ἀποτίμημα Low diacritics: αποτίμημα Capitals: ΑΠΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: apotímēma Transliteration B: apotimēma Transliteration C: apotimima Beta Code: a)poti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mortgaged property, security, Lys.Fr.84S., Is.6.36, D.30.7, IG2.1059.4.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; ἀποτίμημα καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίμημα: τό, ἐνέχυρον ἀποτιμηθέν, δηλ. ὅπερ ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ ῥῆμα ἀποτιμάω ΙΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bien grevé d’hypothèque.
Étymologie: ἀποτιμάω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
propiedad dada en prenda, propiedad hipotecada para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, IG 22.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.Fr.84S., o la dote χρήματ' ἀποτίμημα ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. Fine 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689.

Greek Monolingual

το (Α ἀποτίμημα)
νεοελλ.
τιμή, αξία πού έχει υπολογιστεί
αρχ.
εγγύηση, υποθήκη.