ἀσύνοπτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cosas [[de difícil percepción]] ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo</i> Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo</i> I.<i>BI</i> 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.<i>Sent</i>.1, cf. D.S.5.77<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin discernir]], [[sin ver]] ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[obtuso]] Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.356B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cosas [[de difícil percepción]] ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo</i> Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo</i> I.<i>BI</i> 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.<i>Sent</i>.1, cf. D.S.5.77<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin discernir]], [[sin ver]] ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[obtuso]] Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.356B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσύνοπτος]], -ον (AM) [[σύνοπτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συνορώ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν διακρίνεται [[καθαρά]] στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not easily perceived, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on ne peut embrasser d’un coup d’œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
•neutr. como adv. sin discernir, sin ver ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
Greek Monolingual
ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.