ἀσώδης: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pantanoso]] χέρσος A.<i>Supp</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[arenoso]] Hsch.<br />-ες<br />medic.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que siente náuseas]] οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas</i> Hp.<i>Acut</i>.67, cf. <i>Epid</i>.1.26.9, <i>Prorrh</i>.1.76, <i>Coac</i>.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, [[ἀσώδης]] ὁ κάμνων Gal.15.833.<br /><b class="num">2</b> [[que comporta náusea]] τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas</i> Hp.<i>Prorrh</i>.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.<i>Coac</i>.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.<i>Mul</i>.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122<br /><b class="num">•</b>neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες [[náusea]] Hp.<i>Art</i>.19, <i>Prorrh</i>.1.162, 165.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς, jón. -έως [[con náusea]], [[con ansiedad]] τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.<i>Coac</i>.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437. | |dgtxt=-ες<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pantanoso]] χέρσος A.<i>Supp</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[arenoso]] Hsch.<br />-ες<br />medic.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que siente náuseas]] οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas</i> Hp.<i>Acut</i>.67, cf. <i>Epid</i>.1.26.9, <i>Prorrh</i>.1.76, <i>Coac</i>.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, [[ἀσώδης]] ὁ κάμνων Gal.15.833.<br /><b class="num">2</b> [[que comporta náusea]] τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas</i> Hp.<i>Prorrh</i>.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.<i>Coac</i>.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.<i>Mul</i>.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122<br /><b class="num">•</b>neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες [[náusea]] Hp.<i>Art</i>.19, <i>Prorrh</i>.1.162, 165.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς, jón. -έως [[con náusea]], [[con ansiedad]] τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.<i>Coac</i>.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).———————— <b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; suffering from nausea, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. -δως Gal.10.437. II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. -δῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες :
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες :
marécageux.
Étymologie: ἄσις.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
•neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. -ῶς, jón. -έως con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.
Greek Monolingual
(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»).———————— (II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.