ἀταραξία: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hp.<i>Ep</i>.12, <i>Praec</i>.14, Aret.<i>CA</i> 2.2.2<br /><b class="num">1</b> fil. [[ausencia de turbación]], [[tranquilidad de ánimo]] τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.<i>Ep</i>.12, ἡ μὲν γὰρ [[ἀταραξία]] καὶ <ἡ> [[ἀπονία]] καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.<i>Fr</i>.[7] 2, cf. <i>Ep</i>.[2].82, Perict.p.144, Polystr.<i>Contempt</i>.21.4, LXX 4<i>Ma</i>.8.26, Phld.<i>Oec</i>.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.<i>Epict</i>.3.26.13, Cic.<i>Fam</i>.15.19.2, Hero <i>Bel</i>.71.2, S.E.<i>P</i>.1.29, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.7.55, <i>Paed</i>.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.103.4, Cyr.Al.M.69.928C<br /><b class="num">•</b>gener. ψυχῆς [[ἀταραξία]] Aret.l.c.<br /><b class="num">2</b> medic. [[quietud]], [[situación estacionaria]] νούσου Hp.<i>Praec</i>.14.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hp.<i>Ep</i>.12, <i>Praec</i>.14, Aret.<i>CA</i> 2.2.2<br /><b class="num">1</b> fil. [[ausencia de turbación]], [[tranquilidad de ánimo]] τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.<i>Ep</i>.12, ἡ μὲν γὰρ [[ἀταραξία]] καὶ <ἡ> [[ἀπονία]] καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.<i>Fr</i>.[7] 2, cf. <i>Ep</i>.[2].82, Perict.p.144, Polystr.<i>Contempt</i>.21.4, LXX 4<i>Ma</i>.8.26, Phld.<i>Oec</i>.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.<i>Epict</i>.3.26.13, Cic.<i>Fam</i>.15.19.2, Hero <i>Bel</i>.71.2, S.E.<i>P</i>.1.29, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.7.55, <i>Paed</i>.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.103.4, Cyr.Al.M.69.928C<br /><b class="num">•</b>gener. ψυχῆς [[ἀταραξία]] Aret.l.c.<br /><b class="num">2</b> medic. [[quietud]], [[situación estacionaria]] νούσου Hp.<i>Praec</i>.14.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀταραξία]]) [[ατάρακτος]]<br />[[μέτρο]] συμπεριφοράς, [[συμμετρία]], [[έλλειψη]] ταραχής και θαυμασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] ταραχής, η [[ηρεμία]]<br /><b>2.</b> <b>(νευρολ.)</b> [[ηρεμία]] που οφείλεται σε [[έλλειψη]] νευροψυχικών αντιδράσεων.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰραξία Medium diacritics: ἀταραξία Low diacritics: αταραξία Capitals: ΑΤΑΡΑΞΙΑ
Transliteration A: ataraxía Transliteration B: ataraxia Transliteration C: ataraksia Beta Code: a)taraci/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A impassiveness, calmness, Democr. ap. Stob.2.7.3i, Hp.Ep.12, Epicur.Ep.1p.30U., Phld.Oec.p.63 J., Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, Plu.2.101b, Plot. 1.4.1, etc.; prob. f.l. for ἀταξία in Hp.Praec.14.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, Leidenschaftslosigkeit, Gemüthsruhe, Hippocr.; Epicur. bei D. L. 10, 82; Herodian. 2, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτᾰραξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀπάθεια, ψυχρότης, ἠρεμία, Δημόκρ. σ. 416 Mullach., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 82, Πλούτ. 2. 101Β, κτλ.· ἐπί ἀσθενείας ἀντίθετον τῷ ταραχή, Ἱππ. 28. 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de trouble, calme, tranquillité d’âme.
Étymologie: ἀ, ταράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Ep.12, Praec.14, Aret.CA 2.2.2
1 fil. ausencia de turbación, tranquilidad de ánimo τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.Ep.12, ἡ μὲν γὰρ ἀταραξία καὶ <ἡ> ἀπονία καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.Fr.[7] 2, cf. Ep.[2].82, Perict.p.144, Polystr.Contempt.21.4, LXX 4Ma.8.26, Phld.Oec.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.Epict.3.26.13, Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, S.E.P.1.29, Clem.Al.Strom.4.7.55, Paed.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.Hom.in Cant.103.4, Cyr.Al.M.69.928C
gener. ψυχῆς ἀταραξία Aret.l.c.
2 medic. quietud, situación estacionaria νούσου Hp.Praec.14.

Greek Monolingual

η (AM ἀταραξία) ατάρακτος
μέτρο συμπεριφοράς, συμμετρία, έλλειψη ταραχής και θαυμασμού
νεοελλ.
1. η έλλειψη ταραχής, η ηρεμία
2. (νευρολ.) ηρεμία που οφείλεται σε έλλειψη νευροψυχικών αντιδράσεων.