ἀφετηρία: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(c1)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] ἡ, die Schranken, wo die Wettrenner entlassen werden, Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] ἡ, die Schranken, wo die Wettrenner entlassen werden, Synes.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀφετήριος]], -α, -ον) [[αφετήρ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[γραμμή]] από την οποία ξεκινούν οι δρομείς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[αρχή]], [[ξεκίνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να εκσφενδονίζει αντικείμενα<br /><b>2.</b> «ἀφετήριοι Διόσκουροι» — τα αγάλματα των Διοσκούρων που στόλιζαν το [[στάδιο]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀφετήριον</i><br />[[έξοδος]], [[στόμιο]] λιμανιού.
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 409] ἡ, die Schranken, wo die Wettrenner entlassen werden, Synes.

Greek Monolingual

η (Α ἀφετήριος, -α, -ον) αφετήρ
το θηλ. ως ουσ. η γραμμή από την οποία ξεκινούν οι δρομείς
νεοελλ.
1. το σημείο από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά μέσα
2. αρχή, ξεκίνημα
αρχ.
1. ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει αντικείμενα
2. «ἀφετήριοι Διόσκουροι» — τα αγάλματα των Διοσκούρων που στόλιζαν το στάδιο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀφετήριον
έξοδος, στόμιο λιμανιού.