αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[inexperto]] op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.<i>Lac</i>.13.5, cf. Stratt.82. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[inexperto]] op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.<i>Lac</i>.13.5, cf. Stratt.82. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[αὐτοσχεδιαστής]]) [[αυτοσχεδιάζω]]<br />αυτός που μιλά ή ενεργεί [[πρόχειρα]], [[χωρίς]] [[προετοιμασία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.
German (Pape)
[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.
Greek Monolingual
ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.