βοτρυχώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βοτρῠχώδης) -ες<br />[[cubierto de bucles]] παρηΐς β. E.<i>Ph</i>.1485 (βοστρ- cód.), cf. [[βότρυχος]].
|dgtxt=(βοτρῠχώδης) -ες<br />[[cubierto de bucles]] παρηΐς β. E.<i>Ph</i>.1485 (βοστρ- cód.), cf. [[βότρυχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[βοτρυχώδης]], -ες (Α) [[βότρυχος]]<br />[[βοστρυχώδης]], [[σγουρός]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠχώδης Medium diacritics: βοτρυχώδης Low diacritics: βοτρυχώδης Capitals: ΒΟΤΡΥΧΩΔΗΣ
Transliteration A: botrychṓdēs Transliteration B: botrychōdēs Transliteration C: votrychodis Beta Code: botruxw/dhs

English (LSJ)

ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.

Spanish (DGE)

(βοτρῠχώδης) -ες
cubierto de bucles παρηΐς β. E.Ph.1485 (βοστρ- cód.), cf. βότρυχος.

Greek Monolingual

βοτρυχώδης, -ες (Α) βότρυχος
βοστρυχώδης, σγουρός.