βωλίτης: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(6_19) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βωλίτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ. | |lstext='''βωλίτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βωλίτης]] και [[βωλήτης]], ο (Α)<br />[[είδος]] μύκητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] από το λατ. <i>b</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>tus</i>, το οποίο μαρτυρείται από την [[εποχή]] του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[εκτός]] από τον <i>βωλήτη</i> όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η [[υπόθεση]] ότι η λατινική λ. προήλθε από την ισπανική [[πόλη]] <i>Boletum</i> [[είναι]] αρκετά πιθανή, δεδομένου ότι [[συνήθως]] τα μανιτάρια παίρνουν τις ονομασίες τους από τα μέρη στα οποία αφθονούν. Κατ' άλλους η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] και έχει την [[ίδια]] [[προέλευση]] με το σλαβ. <i>bŭdla</i> «[[μανιτάρι]]». Ο τ. [[βωλίτης]] σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[πολλά]] παράγωγα σε -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A terrestrial fungus, Lat. boletus, Gp.12.17.8, Gal. 6.655. II root of λυχνίς, Plin.HN21.171.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, ein eßbarer Pilz, boletus, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
βωλίτης: -ου, ὁ, εἶδος μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
βωλίτης και βωλήτης, ο (Α)
είδος μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βωλήτης είναι δάνειο από το λατ. bōlētus, το οποίο μαρτυρείται από την εποχή του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκτός από τον βωλήτη όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η υπόθεση ότι η λατινική λ. προήλθε από την ισπανική πόλη Boletum είναι αρκετά πιθανή, δεδομένου ότι συνήθως τα μανιτάρια παίρνουν τις ονομασίες τους από τα μέρη στα οποία αφθονούν. Κατ' άλλους η λ. βωλήτης είναι δάνειο και έχει την ίδια προέλευση με το σλαβ. bŭdla «μανιτάρι». Ο τ. βωλίτης σχηματίστηκε κατά τα πολλά παράγωγα σε -ίτης].