βωλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene forma de terrón]], [[aterronado]] ἡ κονία ... ἡ [[ἀρτίκαυστος]] καὶ β. Thphr.<i>Ign</i>.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma de terrón]] ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que tiene forma de terrón]], [[aterronado]] ἡ κονία ... ἡ [[ἀρτίκαυστος]] καὶ β. Thphr.<i>Ign</i>.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma de terrón]] ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βωλοειδής]], -ές (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει βώλους, [[εύφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A cloddy, lumpy, Thphr.Ign.65, Erot. s.v. μώλυζα. Adv. -δῶς Dsc.1.73.
German (Pape)
[Seite 468] ές, schollig, klumpig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βωλοειδής: ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β. Thphr.Ign.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.
Greek Monolingual
βωλοειδής, -ές (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος.