Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γυιοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γυιοβᾰρής) -ές<br />[[que hace pesados los miembros]] πολλὰ παλαίσματα A.<i>A</i>.63, κάματος <i>AP</i> 10.12, [[Διόνυσος]] Tz.<i>PH</i> 718.
|dgtxt=(γυιοβᾰρής) -ές<br />[[que hace pesados los miembros]] πολλὰ παλαίσματα A.<i>A</i>.63, κάματος <i>AP</i> 10.12, [[Διόνυσος]] Tz.<i>PH</i> 718.
}}
{{grml
|mltxt=[[γυιοβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[οινοβαρής]], [[χαλκοβαρής]])].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβαρής Medium diacritics: γυιοβαρής Low diacritics: γυιοβαρής Capitals: ΓΥΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: gyiobarḗs Transliteration B: guiobarēs Transliteration C: gyiovaris Beta Code: guiobarh/s

English (LSJ)

ές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.

Spanish (DGE)

(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.

Greek Monolingual

γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].