χαλκοβαρής

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοβᾰρής Medium diacritics: χαλκοβαρής Low diacritics: χαλκοβαρής Capitals: ΧΑΛΚΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: chalkobarḗs Transliteration B: chalkobarēs Transliteration C: chalkovaris Beta Code: xalkobarh/s

English (LSJ)

χαλκοβαρές, heavy with bronze or loaded with bronze, ἰός Il.15.465, Od.21.423; δόρυ 11.532: fem. χαλκοβάρεια (as if from *χαλκόβαρυς), Il.11.96, Od.22.259, 276.

German (Pape)

[Seite 1330] ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé ou garni d'airain.
Étymologie: χαλκός, βάρος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοβᾰρής: тяжелый от меди (δόρυ Hom.; κρόταλον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοβᾰρής: -ές, γεν. έος, ὁ τῷ χαλκῷ ἢ τῷ σιδήρῳ βαρούμενος, ἰὸς Ἰλ. Ο. 465, Ὀδ. Φ. 423· δόρυ Ὀδ. Λ. 532· ― ἔχομεν καὶ θηλ. χαλκοβάρεια (ὥσπερ ἐξ ἀρσ. χαλκόβαρυς), Ἰλ. Λ. 96, Ὀδ. Χ. 259, 276· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 538.

English (Autenrieth)

ές: heavy with bronze, of ponderous bronze. — Fem., χαλκοβάρεια, Λ, Od. 22.259.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α
κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνοβαρής].

Greek Monotonic

χαλκοβᾰρής: -ές, γεν. -έος (βάρος), βαρύς ή φορτωμένος με χαλκό, σε Όμηρ.· επίσης, θηλ. χαλκοβάρεια (όπως από το *χαλκόβαρυς), στον ίδ.