χαλκοβαρής
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
χαλκοβαρές, heavy with bronze or loaded with bronze, ἰός Il.15.465, Od.21.423; δόρυ 11.532: fem. χαλκοβάρεια (as if from *χαλκόβαρυς), Il.11.96, Od.22.259, 276.
German (Pape)
[Seite 1330] ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé ou garni d'airain.
Étymologie: χαλκός, βάρος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοβᾰρής: тяжелый от меди (δόρυ Hom.; κρόταλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοβᾰρής: -ές, γεν. έος, ὁ τῷ χαλκῷ ἢ τῷ σιδήρῳ βαρούμενος, ἰὸς Ἰλ. Ο. 465, Ὀδ. Φ. 423· δόρυ Ὀδ. Λ. 532· ― ἔχομεν καὶ θηλ. χαλκοβάρεια (ὥσπερ ἐξ ἀρσ. χαλκόβαρυς), Ἰλ. Λ. 96, Ὀδ. Χ. 259, 276· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 538.
English (Autenrieth)
ές: heavy with bronze, of ponderous bronze. — Fem., χαλκοβάρεια, Λ, Od. 22.259.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α
κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνοβαρής].
Greek Monotonic
χαλκοβᾰρής: -ές, γεν. -έος (βάρος), βαρύς ή φορτωμένος με χαλκό, σε Όμηρ.· επίσης, θηλ. χαλκοβάρεια (όπως από το *χαλκόβαρυς), στον ίδ.