δανειακός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que incluye préstamo a interés]] συμβόλαιον <i>Cod.Iust</i>.1.3.44.5, συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.121.1, 2, [[γραμματεῖον]] Iust.<i>Nou</i>.134.8<br /><b class="num">•</b>prob. subst. ὁ δ. [[prestamista]], <i>PFouad</i> 44.30 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.61, cf. 5.32.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a interés]] δ. δέδωκα Anon.<i>in Rh</i>.85.5, cf. 104.20, 205.31.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que incluye préstamo a interés]] συμβόλαιον <i>Cod.Iust</i>.1.3.44.5, συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.121.1, 2, [[γραμματεῖον]] Iust.<i>Nou</i>.134.8<br /><b class="num">•</b>prob. subst. ὁ δ. [[prestamista]], <i>PFouad</i> 44.30 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.61, cf. 5.32.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a interés]] δ. δέδωκα Anon.<i>in Rh</i>.85.5, cf. 104.20, 205.31.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δανειακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[δάνειο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή [[πολιτική]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δανεικός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δανειακῶς</i><br />δανεικά, με [[δάνειο]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰνειακός Medium diacritics: δανειακός Low diacritics: δανειακός Capitals: ΔΑΝΕΙΑΚΟΣ
Transliteration A: daneiakós Transliteration B: daneiakos Transliteration C: daneiakos Beta Code: daneiako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A concerning loans, Cod.Just.1.3.45, Just.Nov. 134.8.

German (Pape)

[Seite 522] zum Darlehen, Sp.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que incluye préstamo a interés συμβόλαιον Cod.Iust.1.3.44.5, συγγραφή Iust.Nou.121.1, 2, γραμματεῖον Iust.Nou.134.8
prob. subst. ὁ δ. prestamista, PFouad 44.30 (I d.C.) en BL 3.61, cf. 5.32.
2 adv. -ῶς a interés δ. δέδωκα Anon.in Rh.85.5, cf. 104.20, 205.31.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δανειακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο
νεοελλ.
όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική»)
μσν.
1. δανεικός
2. επίρρ. δανειακῶς
δανεικά, με δάνειο.