δημηγορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δημογ- Eust.694.3<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ret. [[público]], [[deliberativo]], [[propio de la oratoria política]] esp. op. [[δικανικός]] ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.<i>R</i>.365d, λέξις δ. Arist.<i>Rh</i>.1413<sup>b</sup>4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.<i>EN</i> 1181<sup>a</sup>5, cf. D.H.<i>Dem</i>.1.1, <i>Amm</i>.1.10.2, <i>Th</i>.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.<i>Rh</i>.1418<sup>a</sup>2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.<i>Id</i>.2.11 (p.402)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[la elocuencia deliberativa]] Pl.<i>Sph</i>.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos</i> Arist.<i>Rh</i>.1354<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>gener. [[propio de o adecuado al discurso público]] δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público</i> Philostr.<i>VS</i> 619, δ. [[βῆμα]] D.C.56.34.4<br /><b class="num">•</b>en mal sent. [[propio de un orador demagógico]] Pl.<i>Grg</i>.482e.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[hábil orador público]], [[que destaca como orador en la asamblea]] op. [[δικανικός]] X.<i>Mem</i>.1.2.48, cf. <i>Smp</i>.4.6.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de un modo propio de la elocuencia deliberativa]] Poll.4.26.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δημογ- Eust.694.3<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ret. [[público]], [[deliberativo]], [[propio de la oratoria política]] esp. op. [[δικανικός]] ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.<i>R</i>.365d, λέξις δ. Arist.<i>Rh</i>.1413<sup>b</sup>4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.<i>EN</i> 1181<sup>a</sup>5, cf. D.H.<i>Dem</i>.1.1, <i>Amm</i>.1.10.2, <i>Th</i>.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.<i>Rh</i>.1418<sup>a</sup>2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.<i>Id</i>.2.11 (p.402)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[la elocuencia deliberativa]] Pl.<i>Sph</i>.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos</i> Arist.<i>Rh</i>.1354<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>gener. [[propio de o adecuado al discurso público]] δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público</i> Philostr.<i>VS</i> 619, δ. [[βῆμα]] D.C.56.34.4<br /><b class="num">•</b>en mal sent. [[propio de un orador demagógico]] Pl.<i>Grg</i>.482e.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[hábil orador público]], [[que destaca como orador en la asamblea]] op. [[δικανικός]] X.<i>Mem</i>.1.2.48, cf. <i>Smp</i>.4.6.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de un modo propio de la elocuencia deliberativa]] Poll.4.26.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[δημηγορικός]], -ή, -όν) [[δημηγόρος]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[δημηγορία]]<br />(<b>Πλάτ.</b>, Πολιτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δημηγορική</i><br />η [[τέχνη]] του να αγορεύει [[κανείς]] [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα δημηγορικά</i><br />η [[δημηγορία]], η [[αγόρευση]] [[μπροστά]] στον λαό.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγορικός Medium diacritics: δημηγορικός Low diacritics: δημηγορικός Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmēgorikós Transliteration B: dēmēgorikos Transliteration C: dimigorikos Beta Code: dhmhgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suited to public speaking, opp. δικανικός, X.Mem.1.2.48; προοίμια, title of work by Critias, Hermog. Id.2.11; popular, Pl.Grg.482e; δ. καὶ δικανικὴ σοφία Id.R.365d, etc.; λέξις Arist.Rh.1413b4: Comp. or Sup., ib.1418a1:—ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Pl.Sph.222c; τὰ -κά Arist.Rh.1354b28. Adv. -κῶς Poll.4.26.

German (Pape)

[Seite 562] ή, όν, zum Volksredner gehörig, geschickt, Xen. Mem. 1, 2, 48; τέχνη, Plat. Soph. 222 c; σοφία, Rep. II, 365 d; λόγοι, Reden vor dem Volke, Arist. Nic. 10, 10; τὰ δημ. = ἡ δημηγορία, rhet. 1, 1. – Adv., Poll. 4, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος πρὸς δημοσίαν ἀγόρευσιν ἔχων τὴν πρὸς τοῦτο ἱκανότητα. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 48· δ. σοφία Πλάτ. Πολιτ. 365D, κτλ.· λέξις Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 5· ἀντίθ. δικανικός, Ἀριστ. Νικ. 10, 10, Διόδ. Ἁλ. Δημ. 2· - ἡ δημηγορικὴ (ἐνν. τέχνη) = δημηγορία, Πλάτ. Σοφ. 222C· οὕτω, τὰ δημηγορικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient aux harangues publiques.
Étymologie: δημηγόρος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I 1ret. público, deliberativo, propio de la oratoria política esp. op. δικανικός ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.R.365d, λέξις δ. Arist.Rh.1413b4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.Rh.1418a2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
gener. propio de o adecuado al discurso público δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619, δ. βῆμα D.C.56.34.4
en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea op. δικανικός X.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) δημηγόρος
ο κατάλληλος για δημηγορία
(Πλάτ., Πολιτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική
η τέχνη του να αγορεύει κανείς δημόσια
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά
η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.