διαείδω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(Bailly1_2) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>discerner ; <i>Pass.</i> être discerné, se montrer, paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαείδομαι (<i>f. 3ᵉ sg.</i> [[διαείσεται]]) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.<br />'''Étymologie:''' p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. p.</i> [[διᾴδω]]. | |btext=<span class="bld">1</span>discerner ; <i>Pass.</i> être discerné, se montrer, paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαείδομαι (<i>f. 3ᵉ sg.</i> [[διαείσεται]]) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.<br />'''Étymologie:''' p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. p.</i> [[διᾴδω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[διαείδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διακρίνω]]<br />[[καταδεικνύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διαFείδω</i>. Το β' συνθετικό της λ. [[είδω]] δεν μαρτυρείται ως ενεργ. [[αλλά]] απαντά μόνο [[μέσο]] [[είδομαι]]].———————— <b>(II)</b><br />[[διαείδω]] και αττ. τ. διᾴδω (Α) [[αείδω]]<br /><b>1.</b> [[διαγωνίζομαι]] με κάποιον στο [[τραγούδι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[παραφωνία]]<br /><b>3.</b> [[τραγουδώ]] τα μέρη [[μεταξύ]] τών διαλόγων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
(A) (i.e.διαϝείδω), fut. -είσομαι,
A discern, distinguish, αὔριον ἢν ἀρετὴν διαείσεται will test his manhood, Il.8.535:—Pass., ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται is discerned, 13.277, cf. Aret.SD1.1; simply, appear between, A.R.2.579 (tm.).
δι-ᾰείδω (B), fut. -ᾰείσομαι: Att. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι:—Med., aor.
A διᾴσασθαι Phryn.PSp.65B.:—contend in singing, τινί with one, Theoc.5.22: abs., contend in song, sing for the prize, Arist.Po.1462a7, Phryn.l.c. II to be dissonant, opp. συνᾴδω, Heraclit.10.
German (Pape)
[Seite 577] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.
Greek (Liddell-Scott)
διαείδω: (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, διακρίνω, αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., ἔνθα μάλιστ’ ἀρετὴ διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· ἁπλῶς, φαίνομαι μεταξύ, Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε διεῖδον.
French (Bailly abrégé)
1discerner ; Pass. être discerné, se montrer, paraître;
Moy. διαείδομαι (f. 3ᵉ sg. διαείσεται) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.
Étymologie: p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.
2poét. p. διᾴδω.
Greek Monolingual
(I)
διαείδω (Α)
1. διακρίνω
καταδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαFείδω. Το β' συνθετικό της λ. είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι].———————— (II)
διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) αείδω
1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι
2. κάνω παραφωνία
3. τραγουδώ τα μέρη μεταξύ τών διαλόγων.