διαπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαπάσαι Hp.<i>Morb</i>.2.18]<br /><b class="num">I</b> [[espolvorear]], [[esparcir]] c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.644.17 (Cálcide II a.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[ser moteado]] de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.<i>HA</i> 526<sup>a</sup>12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo</i> de los cangrejos, Arist.<i>HA</i> 527<sup>b</sup>30.<br /><b class="num">2</b> [[ser reducido a polvo, desmenuzado]] ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.<i>CP</i> 5.18.3, cf. <i>HP</i> 8.11.7.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαπάσαι Hp.<i>Morb</i>.2.18]<br /><b class="num">I</b> [[espolvorear]], [[esparcir]] c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.644.17 (Cálcide II a.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[ser moteado]] de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.<i>HA</i> 526<sup>a</sup>12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo</i> de los cangrejos, Arist.<i>HA</i> 527<sup>b</sup>30.<br /><b class="num">2</b> [[ser reducido a polvo, desmenuzado]] ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.<i>CP</i> 5.18.3, cf. <i>HP</i> 8.11.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαπάσσω]] και διαπάττω (Α) [[πάσσω]]<br /><b>1.</b> [[ραντίζω]], [[πασπαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[αλατίζω]], [[καρυκεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[διάστικτος]], [[φέρω]] στίγματα.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάσσω Medium diacritics: διαπάσσω Low diacritics: διαπάσσω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: diapássō Transliteration B: diapassō Transliteration C: diapasso Beta Code: diapa/ssw

English (LSJ)

Att. διαπάττω,

   A sprinkle, -πάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA526a12; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib.527b30.

German (Pape)

[Seite 594] (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - ῥαντίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, αὐτόθι 4. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

f. διαπάσω, etc.
répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, etc.) sur.
Étymologie: διά, πάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [aor. inf. διαπάσαι Hp.Morb.2.18]
I espolvorear, esparcir c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.
c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ IG 12.Suppl.644.17 (Cálcide II a.C.).
II en v. med.-pas.
1 ser moteado de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.HA 526a12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo de los cangrejos, Arist.HA 527b30.
2 ser reducido a polvo, desmenuzado ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.CP 5.18.3, cf. HP 8.11.7.

Greek Monolingual

διαπάσσω και διαπάττω (Α) πάσσω
1. ραντίζω, πασπαλίζω
2. αλατίζω, καρυκεύω
3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα.