διασχηματίζω: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[formar]], [[configurar]] διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados</i> Luc.<i>Icar</i>.6, cf. Plu.2.499e, <i>AB</i> 36.9, en v. pas. [[ἐκμαγεῖον]] ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.<i>Ti</i>.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.<i>Prom</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. [[moldear]], [[dar forma]] οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.<i>Ti</i>.53b.<br /><b class="num">2</b> [[hacer muecas]] τῷ στόματι para hacer reír <i>AB</i> 36.9<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.242.<br /><b class="num">3</b> perf. med.-pas. [[estar preparado]] ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.<i>Hist</i>.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.<i>Ep</i>.66. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[formar]], [[configurar]] διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados</i> Luc.<i>Icar</i>.6, cf. Plu.2.499e, <i>AB</i> 36.9, en v. pas. [[ἐκμαγεῖον]] ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.<i>Ti</i>.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.<i>Prom</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. [[moldear]], [[dar forma]] οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.<i>Ti</i>.53b.<br /><b class="num">2</b> [[hacer muecas]] τῷ στόματι para hacer reír <i>AB</i> 36.9<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer</i> Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.242.<br /><b class="num">3</b> perf. med.-pas. [[estar preparado]] ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.<i>Hist</i>.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.<i>Ep</i>.66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῑνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A shape, form variously, Str.17.1.4, Plu.2.4993:— Med., of God, mould as Creator, Pl.Ti.53b:—Pass., ib.50c. 2 simply, shape, model, Luc.Icar.6, v.l. in Prom.11 (Pass.). 3 shape oneself, prepare, ἐπὶ πρᾶγμα Eun.Hist.p.269D.
German (Pape)
[Seite 605] durchbilden, gestalten, Plat. Tim. 50 c u. Sp. – Med., schmücken, Plat. Tim. 53 c.
Greek (Liddell-Scott)
διασχημᾰτίζω: δίδω σχῆμα, διαπλάττω· παθ., λαμβάνω σχῆμα, μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.
French (Bailly abrégé)
donner une forme achevée ; Pass. avoir une forme achevée.
Étymologie: διά, σχηματίζω.
Spanish (DGE)
1 formar, configurar διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados Luc.Icar.6, cf. Plu.2.499e, AB 36.9, en v. pas. ἐκμαγεῖον ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.Ti.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.Prom.11
•tb. en v. med. moldear, dar forma οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.Ti.53b.
2 hacer muecas τῷ στόματι para hacer reír AB 36.9
•tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer Gr.Nyss.Eun.2.242.
3 perf. med.-pas. estar preparado ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.Hist.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.Ep.66.
Greek Monolingual
διασχηματίζω (Α)
1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω
2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω
3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», Πλούτ.)
4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῑνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»).