δυσοδοπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον<br />[[de camino áspero]], [[escarpado]] dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.<i>Eu</i>.387, cf. Sch.A.<i>Eu</i>.388.
|dgtxt=(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον<br />[[de camino áspero]], [[escarpado]] dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.<i>Eu</i>.387, cf. Sch.A.<i>Eu</i>.388.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσοδοπαίπαλος]], -ον (Α)<br />(για δρόμο) [[δύσβατος]] εξαιτίας βράχων κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοδοπαίπᾰλος Medium diacritics: δυσοδοπαίπαλος Low diacritics: δυσοδοπαίπαλος Capitals: ΔΥΣΟΔΟΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: dysodopaípalos Transliteration B: dysodopaipalos Transliteration C: dysodopaipalos Beta Code: dusodopai/palos

English (LSJ)

ον,

   A difficult and rugged, prop. of a mountain road: metaph., A.Eu.387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 685] durch Felsen unwegsam; übtr., λάχη θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.

Greek (Liddell-Scott)

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον, δύσκολος καὶ πετρώδης, δύσβατος, κυρίως ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches impraticables.
Étymologie: δύσοδος, παίπαλα.

Spanish (DGE)

(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον
de camino áspero, escarpado dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.Eu.387, cf. Sch.A.Eu.388.

Greek Monolingual

δυσοδοπαίπαλος, -ον (Α)
(για δρόμο) δύσβατος εξαιτίας βράχων κ.λπ.