δυσμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[difícil de manejar o manipular]] ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.<i>Cyn</i>.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24<br /><b class="num">•</b>de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.<i>Mar</i>.37.<br /><b class="num">2</b> [[difícil]], [[dificultoso]] ([[διῶρυξ]]) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11<br /><b class="num">•</b>en cont. bélicos [[difícil de atacar]], [[inabordable]] ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.<i>BI</i> 1.141<br /><b class="num">•</b>[[difícil de herir]], [[inalcanzable]] c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.<i>Arist</i>.14.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[difícil de someter a disciplina]], [[indócil]] de pers. παῖς Pl.<i>Lg</i>.808d, [[γυνή]] Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.<i>Luc</i>.7, cf. <i>Brut</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[intratable]] κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.<i>Epict</i>.2.15.14, de anim., Ael.<i>NA</i> 4.44<br /><b class="num">•</b>[[inasequible]], [[difícil de persuadir]] c. dat. δ. λόγῳ Them.<i>Or</i>.34.460.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de tratar]], [[complejo]] de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.<i>Ep</i>.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[la complejidad]] τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.<br /><b class="num">3</b> de enfermedades, suturas [[difícil de curar]] (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[difícil de manejar o manipular]] ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.<i>Cyn</i>.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24<br /><b class="num">•</b>de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.<i>Mar</i>.37.<br /><b class="num">2</b> [[difícil]], [[dificultoso]] ([[διῶρυξ]]) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11<br /><b class="num">•</b>en cont. bélicos [[difícil de atacar]], [[inabordable]] ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.<i>BI</i> 1.141<br /><b class="num">•</b>[[difícil de herir]], [[inalcanzable]] c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.<i>Arist</i>.14.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[difícil de someter a disciplina]], [[indócil]] de pers. παῖς Pl.<i>Lg</i>.808d, [[γυνή]] Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.<i>Luc</i>.7, cf. <i>Brut</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[intratable]] κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.<i>Epict</i>.2.15.14, de anim., Ael.<i>NA</i> 4.44<br /><b class="num">•</b>[[inasequible]], [[difícil de persuadir]] c. dat. δ. λόγῳ Them.<i>Or</i>.34.460.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de tratar]], [[complejo]] de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.<i>Ep</i>.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[la complejidad]] τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.<br /><b class="num">3</b> de enfermedades, suturas [[difícil de curar]] (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα προσβάλλεται, ο [[δυσπρόσβλητος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμεταχείριστος Medium diacritics: δυσμεταχείριστος Low diacritics: δυσμεταχείριστος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysmetacheíristos Transliteration B: dysmetacheiristos Transliteration C: dysmetacheiristos Beta Code: dusmetaxei/ristos

English (LSJ)

ον,

   A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6.    2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à manier (filet) ; fig. intraitable;
2 difficile à attaquer.
Étymologie: δυσ-, μεταχειρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.
2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.
II fig.
1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.
2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.
3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσμεταχείριστος, -ον)
1. (για πράγμα) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται κανείς
2. (για πρόσ.) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί
αρχ.
εκείνος που δύσκολα προσβάλλεται, ο δυσπρόσβλητος.