δυσπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-πᾰ-]<br />[[difícil de combatir]], [[ineluctable]], [[indomable]] de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.<i>Ch</i>.692, πράγματα A.<i>Supp</i>.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν [[ἀμαθία]] κακόν S.<i>Fr</i>.924, [[γῆρας]] E.<i>Supp</i>.1108, τύχα E.<i>Alc</i>.889, μοῖρα Moschio Trag.12, [[δύναμις]] X.<i>HG</i> 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.<i>Gym</i>.40.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-πᾰ-]<br />[[difícil de combatir]], [[ineluctable]], [[indomable]] de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.<i>Ch</i>.692, πράγματα A.<i>Supp</i>.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν [[ἀμαθία]] κακόν S.<i>Fr</i>.924, [[γῆρας]] E.<i>Supp</i>.1108, τύχα E.<i>Alc</i>.889, μοῖρα Moschio Trag.12, [[δύναμις]] X.<i>HG</i> 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.<i>Gym</i>.40.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπάλαιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην [[πάλη]], [[ανίκητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] γυμνασμένος στην [[πάλη]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάλαιστος Medium diacritics: δυσπάλαιστος Low diacritics: δυσπάλαιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspálaistos Transliteration B: dyspalaistos Transliteration C: dyspalaistos Beta Code: duspa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος.    2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.

Greek Monolingual

δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.