ἐγκωμιαστικός: Difference between revisions
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[hábil para el encomio]] ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.<br /><b class="num">2</b> ret. [[encomiástico]] λόγος Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>9, ἀποφάσεις [[αὐτοῦ]] περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.<i>Rh</i>.5.3, ἰδέα D.H.<i>Rh</i>.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[encomio]], [[género encomiástico]] Plu.2.743d, D.L.7.43.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma encomiástica]], [[encomiásticamente]] Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐ. συνεγράψαμεν Thdt.<i>H.Rel</i>.21.35. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[hábil para el encomio]] ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.<br /><b class="num">2</b> ret. [[encomiástico]] λόγος Anaximen.<i>Rh</i>.1421<sup>b</sup>9, ἀποφάσεις [[αὐτοῦ]] περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.<i>Rh</i>.5.3, ἰδέα D.H.<i>Rh</i>.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[encomio]], [[género encomiástico]] Plu.2.743d, D.L.7.43.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma encomiástica]], [[encomiásticamente]] Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐ. συνεγράψαμεν Thdt.<i>H.Rel</i>.21.35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A panegyrical, Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; -ικόν, τό, Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. -κῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 712] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, τόπος 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκωμιαστικός: -ή, -όν, πανηγυρικός, ἐπαινετικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
laudatif, louangeur.
Étymologie: ἐγκωμιάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. hábil para el encomio ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.
2 ret. encomiástico λόγος Anaximen.Rh.1421b9, ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.Rh.5.3, ἰδέα D.H.Rh.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7
•neutr. subst. τὸ ἐ. encomio, género encomiástico Plu.2.743d, D.L.7.43.
II adv. -ῶς de forma encomiástica, encomiásticamente Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐ. συνεγράψαμεν Thdt.H.Rel.21.35.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.