Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
(big3_14b)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[perder la virginidad]] ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes <i>Hom</i>.6 <i>in Lc</i>. (p.43).<br /><b class="num">2</b> [[desvirgar]] [[δάμαρ]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[perder la virginidad]] ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes <i>Hom</i>.6 <i>in Lc</i>. (p.43).<br /><b class="num">2</b> [[desvirgar]] [[δάμαρ]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.390.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξεπαρθενεύω]] (AM [[ἐκπαρθενεύω]])<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] την παρθενιά, [[διακορεύω]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά ή ποτά [[κλειστά]] ή συσκευασμένα σε κουτιά <b>κ.λπ.</b>) [[ανοίγω]] και [[δοκιμάζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική [[αθωότητα]] και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαρθενεύω Medium diacritics: ἐκπαρθενεύω Low diacritics: εκπαρθενεύω Capitals: ΕΚΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: ekpartheneúō Transliteration B: ekpartheneuō Transliteration C: ekpartheneyo Beta Code: e)kparqeneu/w

English (LSJ)

(παρθένος)

   A deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.

German (Pape)

[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.

Spanish (DGE)

1 perder la virginidad ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar δάμαρ Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.