ἐκφύσημα: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[erupción]] volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.<i>Or</i>.25.25<br /><b class="num">•</b>plu. concr. [[rocas volcánicas]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> medic. [[erupción]] cutánea, [[ampolla]], [[flictena]] Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, <i>Hippiatr</i>.47.2, 130.9.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[erupción]] volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.<i>Or</i>.25.25<br /><b class="num">•</b>plu. concr. [[rocas volcánicas]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> medic. [[erupción]] cutánea, [[ampolla]], [[flictena]] Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, <i>Hippiatr</i>.47.2, 130.9.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐκφύσημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[εκφυσώ]], το προερχόμενο από [[εκφύσηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλύκταινα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκρηξη]] ηφαιστείου<br /><b>2.</b> «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (<b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῡσημα Medium diacritics: ἐκφύσημα Low diacritics: εκφύσημα Capitals: ΕΚΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: ekphýsēma Transliteration B: ekphysēma Transliteration C: ekfysima Beta Code: e)kfu/shma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pustule, Poll.4.190.    2 volcanic eruption, Sch.A.R.3.41; πυρὸς ἐ. D.S.3.53 (pl.): pl.,= πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Aufgeblähte, die Geschwulst, Poll. 5, 190; eine durch ein Erdbeben entstandene Erhöhung, Hesych.; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφύσημα: τό, φλύκταινα, «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· ὕψωμαλόφος σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 erupción volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.Or.25.25
plu. concr. rocas volcánicas Hsch.
2 medic. erupción cutánea, ampolla, flictena Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, Hippiatr.47.2, 130.9.

Greek Monolingual

το (Α ἐκφύσημα)
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση
2. ιατρ. φλύκταινα
αρχ.
1. έκρηξη ηφαιστείου
2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.).