ἐκτροπίας: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />agr. [[picado]], [[alterado]] del vino ὄμβρος ... ἐκτροπίαν τὸν οἶνον ποιήσει <i>Gp</i>.5.43.4, cf. 6.12.4, Poll.1.248, <i>Lex.Vind</i>.66.9<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ. un tipo de [[vino de mala calidad]] procedente del segundo prensado, [[vino que se altera enseguida]], [[vino picado]] ἐκτροπίαν ... καὶ ὀξίνην πίνομεν Alciphr.3.37.2.
|dgtxt=-ου<br />agr. [[picado]], [[alterado]] del vino ὄμβρος ... ἐκτροπίαν τὸν οἶνον ποιήσει <i>Gp</i>.5.43.4, cf. 6.12.4, Poll.1.248, <i>Lex.Vind</i>.66.9<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ. un tipo de [[vino de mala calidad]] procedente del segundo prensado, [[vino que se altera enseguida]], [[vino picado]] ἐκτροπίαν ... καὶ ὀξίνην πίνομεν Alciphr.3.37.2.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐκτροπίας]])<br />[[κρασί]] που έχει υποστεί [[εκτροπίαση]], που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο [[κρασί]] («[[εκτροπίας]] [[οίνος]]»).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροπίας Medium diacritics: ἐκτροπίας Low diacritics: εκτροπίας Capitals: ΕΚΤΡΟΠΙΑΣ
Transliteration A: ektropías Transliteration B: ektropias Transliteration C: ektropias Beta Code: e)ktropi/as

English (LSJ)

οἶνος

   A turned (i.e. sour) wine, Alciphr.1.20, Poll.1.248.

German (Pape)

[Seite 783] ὁ, οἶνος, umgeschlagener, verdorbener Wein, Alciphr. 1, 20 Poll. 1, 248.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροπίας: οἶνος, φαῦλος οἶνος, «χαλασμένο κρασί», ἐκτροπίαν ἡμεῖς καὶ ὀξίνην πίνομεν Ἀλκίφρων 1. 20.

Spanish (DGE)

-ου
agr. picado, alterado del vino ὄμβρος ... ἐκτροπίαν τὸν οἶνον ποιήσει Gp.5.43.4, cf. 6.12.4, Poll.1.248, Lex.Vind.66.9
subst. ὁ ἐ. un tipo de vino de mala calidad procedente del segundo prensado, vino que se altera enseguida, vino picado ἐκτροπίαν ... καὶ ὀξίνην πίνομεν Alciphr.3.37.2.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκτροπίας)
κρασί που έχει υποστεί εκτροπίαση, που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο κρασίεκτροπίας οίνος»).