ἐλάσιππος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que guía]], [[conductor de troncos de caballos]], [[conductor de carros]], [[ἔθνος]] de los de Cirene, Pi.<i>P</i>.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον [[ἅρμα]] διώκων Orph.<i>H</i>.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos</i>, <i>Lyr.Adesp</i>.92.2. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que guía]], [[conductor de troncos de caballos]], [[conductor de carros]], [[ἔθνος]] de los de Cirene, Pi.<i>P</i>.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον [[ἅρμα]] διώκων Orph.<i>H</i>.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos</i>, <i>Lyr.Adesp</i>.92.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλάσιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με [[άρμα]] συρόμενο από άλογα, ο [[αρματηλάτης]], [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του ήλιου)<br />[[ιππηλάτης]], [[αρματηλάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A horse-driving, horse-riding, knightly, Pi.P.5.85; ἁμέρα Lyr.Adesp.97; of the sun, Orph.H.8.18.
German (Pape)
[Seite 789] Rosse treibend, beritten; ἔθνος Pind. P. 5, 85; Orph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάσιππος: -ον, ἱππηλάτης, Πινδ. Π. 5. 114· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 18· πρβλ. ἱππελάτης.
English (Slater)
ἐλᾰσιππος
1 horse-driving τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται (P. 5.85)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que guía, conductor de troncos de caballos, conductor de carros, ἔθνος de los de Cirene, Pi.P.5.85, de Helios ὦ ἐλάσιππε, μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων Orph.H.8.18, ἀμβρόσιον ἐλασίππου πρόσωπον ... ἁμέρας el rostro inmortal del día que avanza con sus caballos, Lyr.Adesp.92.2.
Greek Monolingual
ἐλάσιππος, -ον (Α)
1. ιππηλάτης, αυτός που οδηγεί άλογα ή πολεμά με άρμα συρόμενο από άλογα, ο αρματηλάτης, ιππικός
2. (επίθ. του ήλιου)
ιππηλάτης, αρματηλάτης.