ἐμποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones</i> Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba</i> I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐ. Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento</i> Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones</i> Hero <i>Dioptr</i>.27.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones</i> Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba</i> I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐ. Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento</i> Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones</i> Hero <i>Dioptr</i>.27.
}}
{{grml
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδισμός Medium diacritics: ἐμποδισμός Low diacritics: εμποδισμός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empodismós Transliteration B: empodismos Transliteration C: empodismos Beta Code: e)mpodismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hinderniß; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐ. Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones Hero Dioptr.27.

Greek Monolingual

και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).