ἐπάντλησις: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάντλησις''': -εως, ἡ, [[ἐπίχυσις]], ὡς [[ὅταν]] ἐπιχέῃ τις [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-). | |lstext='''ἐπάντλησις''': -εως, ἡ, [[ἐπίχυσις]], ὡς [[ὅταν]] ἐπιχέῃ τις [[ὕδωρ]] ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπάντλησις]], η (Α) [[επαντλώ]]<br /><b>1.</b> η [[επίχυση]], το [[χύσιμο]] υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», <b>Διόδ.</b>) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[άντληση]] νερού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pouring over, as of water over a person bathing, Hp.Acut.65 (pl.), D.S.2.10 (v.l. ὑπ-, pl.). 2 pumping, ὑδάτων Stud.Pal.10.259.15 (V.A.D.).
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάντλησις: -εως, ἡ, ἐπίχυσις, ὡς ὅταν ἐπιχέῃ τις ὕδωρ ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-).
Greek Monolingual
ἐπάντλησις, η (Α) επαντλώ
1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)
2. άντληση νερού.