ἐπαύλιον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή <i>ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαύλιον Medium diacritics: ἐπαύλιον Low diacritics: επαύλιον Capitals: ΕΠΑΥΛΙΟΝ
Transliteration A: epaúlion Transliteration B: epaulion Transliteration C: epaylion Beta Code: e)pau/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of sq. 2, SIG344.98 (Teos, iv B.C.), OGI765.13 (Priene), Call.Fr.131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. Fr.6.4.    II τὰ ἐπαύλια or ἡ ἐπαυλία (sc. ἡμέρα) the day after the wedding, Id.3.49, Poll.3.39, Hsch., Suid.; also, presents given to the bride, Poll. l.c.    III ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 906] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ ἐπαυλία, der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. ἔπαυλις, εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὸν γάμον ἡμέρα, Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. ἀπαύλια, προαύλια.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bien de campagne.
Étymologie: dim. de ἔπαυλις.

Greek Monolingual

ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις
1. μικρή έπαυλη
2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἐπαυλία
α) η επόμενη ημέρα του γάμου
β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.