ἐπιβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβλητικός''': -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. [[προσεκτικός]], Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.
|lstext='''ἐπιβλητικός''': -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. [[προσεκτικός]], Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβλητικός]], -ή, -όν) [[επιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, [[υπακοή]], [[αναγνώριση]] κ.λπ. («[[επιβλητικός]] [[αξιωματικός]]», «επιβλητική [[εμφάνιση]]», «επιβλητικό [[θέαμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβλητικό</i><br />η [[επιβλητικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται [[αμέσως]], ο [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> [[προσεκτικός]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλητικός Medium diacritics: ἐπιβλητικός Low diacritics: επιβλητικός Capitals: ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiblētikós Transliteration B: epiblētikos Transliteration C: epivlitikos Beta Code: e)piblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apprehending directly (v. ἐπιβολή 1.2b), τρόπος Epicur.Nat.28.6; νοήσεις Iamb.Protr.4; quick to apprehend, τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. -κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id.in AP0.332.14.    II. Adv. -κῶς, gloss on ἐπιβλήδην, Sch. A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 929] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit ἐπιβλήδην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλητικός: -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. προσεκτικός, Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιβλητικός, -ή, -όν) επιβάλλω
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικό
η επιβλητικότητα
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ο εύστροφος
2. προσεκτικός.