ἐπικτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπέκτισα, <i>Pass. ao.</i> ἐπεκτίσθην, <i>pf.</i> ἐπέκτισμαι;<br />bâtir sur, fonder sur <i>ou</i> parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κτίζω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐπέκτισα, <i>Pass. ao.</i> ἐπεκτίσθην, <i>pf.</i> ἐπέκτισμαι;<br />bâtir sur, fonder sur <i>ou</i> parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικτίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[χτίζω]] [[ξανά]] [[πάνω]] σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», <b>Στράβ.</b>)<br />Ι <b>μσν.</b> [[κτίζω]] ως [[προσθήκη]] ανυψώνοντας [[κτίσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρύω]], [[χτίζω]] («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτίζω Medium diacritics: ἐπικτίζω Low diacritics: επικτίζω Capitals: ΕΠΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: epiktízō Transliteration B: epiktizō Transliteration C: epiktizo Beta Code: e)pikti/zw

English (LSJ)

   A found in addition or anew, Str.14.1.12, 10.1.10 (Pass.).    II. found in or among, πόλεις ἀγρίοις ἔθνεσι Plu.2.328b codd.

German (Pape)

[Seite 954] dabei, darauf bauen; πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι, Städte unter wilden Völkern anlegen, Plut. de Alex. fort. 1, 4; zum zweiten Mal gründen, herstellen, Strab. XVII, 831; = simplex, Pol. 10, 24, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτίζω: κτίζω ἐκ νέου, πόλις Ἰὼλ ὄνομα, ἣν ἐπικτίσας Ἰούβας μετωνόμασε Καισάρειαν Στράβ. 831. ΙΙ. ἱδρύω, κτίζω ἐν ἢ μεταξύ, πόλεις Ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι Πλούτ. 2. 328.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπέκτισα, Pass. ao. ἐπεκτίσθην, pf. ἐπέκτισμαι;
bâtir sur, fonder sur ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, κτίζω.

Greek Monolingual

ἐπικτίζω (AM)
1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.)
Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα
αρχ.
ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.).