ἐπικόλλημα: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικόλλημα''': τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
|lstext='''ἐπικόλλημα''': τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπικόλλημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύτιμο [[ξύλο]] που επικολλάται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] κοινού ξύλου, [[καπλαμάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που κολλιέται [[πάνω]] σε ένα [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλλημα]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]])].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόλλημα Medium diacritics: ἐπικόλλημα Low diacritics: επικόλλημα Capitals: ΕΠΙΚΟΛΛΗΜΑ
Transliteration A: epikóllēma Transliteration B: epikollēma Transliteration C: epikollima Beta Code: e)piko/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is glued on, tessellated work, Id.HP4.3.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, das Darauf-, Angeleimte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόλλημα: τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.

Greek Monolingual

το (Α ἐπικόλλημα)
νεοελλ.
πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς
αρχ.
αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].