ἐπίτεγξις: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτεγξις''': -εως, ἡ ἐπίβρεξις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. | |lstext='''ἐπίτεγξις''': -εως, ἡ ἐπίβρεξις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίτεγξις]], ἡ (Α) [[επιτέγγω]]<br /><b>1.</b> [[βρέξιμο]], [[μούσκεμα]], [[εμποτισμός]] με [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μαλάκωμα]] που γίνεται με εμποτισμό<br /><b>3.</b> υγρή [[κατάσταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fomentation, embrocation, Hp.Fract.29. II moistening, Id.Loc.Hom.17, Gal.10.442 ; moisture, humidity, interpol. in Sor.2.84 (=Aët.16.71).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, Benetzung auf der Oberfläche, Erweichung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτεγξις: -εως, ἡ ἐπίβρεξις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770.
Greek Monolingual
ἐπίτεγξις, ἡ (Α) επιτέγγω
1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό
2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό
3. υγρή κατάσταση.