ἑπταβόειος: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(βοείη): of [[seven]] folds of [[hide]]; [[σάκος]], Il. 7.220 ff. (Il.) | |auten=(βοείη): of [[seven]] folds of [[hide]]; [[σάκος]], Il. 7.220 ff. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑπταβόειος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο καλυμμένος με [[επτά]] επάλληλα βοδινά δέρματα («[[σάκος]]... ἑπταβόειον» — [[ασπίδα]] χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με [[επτά]] δέρματα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο [[επτά]] βοδιών [[μαζί]], <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.
German (Pape)
[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.
English (Autenrieth)
(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)
Greek Monolingual
ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).