ἐτυμολογικός: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_11) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15. | |lstext='''ἐτυμολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐτυμολογικός]], -ή, -όν)<br />[[ετυμολόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ετυμολογία]] («ετυμολογική [[μελέτη]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ετυμολογική</i><br />η [[επιστήμη]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετυμολογικό</i><br />το [[μέρος]] της γραμματικής που ασχολείται με την [[παραγωγή]] τών λέξεων από άλλες με την [[προσθήκη]] παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., [[καθώς]] και με τη [[σύνθεση]] τών λέξεων<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐτυμολογικόν</i><br />ετυμολογικό [[λεξικό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετυμολογικώς</i> (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)<br />από την [[άποψη]] του ετύμου, ως [[προς]] το έτυμον μιας λέξεως. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; -κά, τά, title of work by Chrysipp. (Stoic.2.9, al.); ἡ-κή the science of etymology, Varro LL7.109; τὸ -κόν an etymological dictionary, EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. -κῶς Eust.396.15.
German (Pape)
[Seite 1053] ή, όν, zur Etymologie gehörig, darin geschickt, Schol.; τὰ ἐτυμολογικά, Bücher darüber, Schol. Il. 13, 130. Auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτυμολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
ετυμολόγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη του ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.