εὐθαλπής: Difference between revisions
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθαλπής''': -ές, [[καλῶς]] θάλπων, θερμαίνων, [[θερμός]], Κόϊντ. Σμ. 4. 441. | |lstext='''εὐθαλπής''': -ές, [[καλῶς]] θάλπων, θερμαίνων, [[θερμός]], Κόϊντ. Σμ. 4. 441. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθαλπής]], -ές (Α)<br />αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A warming well, genial, θέρος Q.S.4.441.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, sehr wärmend, sehr warm; θέρος Qu. Sm. 4, 441; a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθαλπής: -ές, καλῶς θάλπων, θερμαίνων, θερμός, Κόϊντ. Σμ. 4. 441.
Greek Monolingual
εὐθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλπής (< θάλπω)].