εὐκληρία: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />bon lot, heureux sort.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκληρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />bon lot, heureux sort.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκληρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκληρία]], ἡ (ΑΜ) [[εύκληρος]]<br />καλή [[τύχη]], [[ευτυχία]], [[ευημερία]] («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[κληρονομιά]], [[ευμάρεια]], οικονομική [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[επιτυχία]] καλού κλήρου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A good luck in drawing lots, Lib.Decl.16.30. 2 generally, good fortune, φύσεως D.H.3.14, cf. Ael.N A1.54.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, das gute Loos, Glück, φύσεως, D. Hal. 3, 14 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκληρία: ἡ, καλὸς κλῆρος, καλὴ τύχη, εὐημερία, εὐτυχία, Διον. Ἁλ. 3. 14, Αἰλ. π. Ζ. 1. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bon lot, heureux sort.
Étymologie: εὔκληρος.
Greek Monolingual
εὐκληρία, ἡ (ΑΜ) εύκληρος
καλή τύχη, ευτυχία, ευημερία («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», Ευστ.)
αρχ.
1. καλή κληρονομιά, ευμάρεια, οικονομική άνθηση
2. επιτυχία καλού κλήρου.