εὐπίνεια: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(6_10) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai. | |lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπίνεια]], ἡ (Α) [[ευπινής]]<br /><b>1.</b> (για ύφος) [[απλότητα]], [[κομψότητα]] εκφράσεως<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]]<br /><b>3.</b> (για σίδηρο) καλή [[ποιότητα]], [[λαμπρότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, perh.
A elegance of style, Longin.30.1; cf.sq.11. 2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
Greek Monolingual
εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.