εὔτρεπτος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile <i>ou</i> inconstant;<br /><b>2</b> enclin : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile <i>ou</i> inconstant;<br /><b>2</b> enclin : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔτρεπτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για νόσους) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>3.</b> (για [[δέρμα]]) [[ευαίσθητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκολος]], [[πρόθυμος]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[ασταθής]], [[εύστροφος]], [[ευμετάβολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρέπτως</i> (Α)<br />ευτρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b. 2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1. b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3. 3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f. 4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86. 5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.
German (Pape)
[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Greek Monolingual
εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].