ἡμισεύω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(6_1)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.
|lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμισεύω]] (AM) [[ήμισυς]]<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] στα δύο, [[σμικρύνω]] [[κατά]] το ήμισυ [[διχοτομώ]], μεσιάζω<br /><b>2.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] ώσπου να μείνει το μισό.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμισεύω Medium diacritics: ἡμισεύω Low diacritics: ημισεύω Capitals: ΗΜΙΣΕΥΩ
Transliteration A: hēmiseúō Transliteration B: hēmiseuō Transliteration C: imiseyo Beta Code: h(miseu/w

English (LSJ)

(ἥμισυς)

   A halve, LXXPs.54(55).24, Aq.Ge. 33.1.    2 boil down to one half, Hippiatr.2.

German (Pape)

[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.

Greek Monolingual

ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.