θαλπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui réchauffe.<br />'''Étymologie:''' [[θάλπω]].
|btext=ος, ον :<br />qui réchauffe.<br />'''Étymologie:''' [[θάλπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[θαλπτήριος]], -ον)<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εξιλασ</i>-<i>τήριος</i>, <i>θρεπ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπτήριος Medium diacritics: θαλπτήριος Low diacritics: θαλπτήριος Capitals: ΘΑΛΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thalptḗrios Transliteration B: thalptērios Transliteration C: thalptirios Beta Code: qalpth/rios

English (LSJ)

ον,

   A warming, σάνδαλα . . ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλασ-τήριος, θρεπ-τήριος)].