θερμοκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμοκοίλιος''': -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.
|lstext='''θερμοκοίλιος''': -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.
}}
{{grml
|mltxt=[[θερμοκοίλιος]], -ον (Α)<br />(για ζώα) αυτός που έχει θερμή [[κοιλιά]], θερμό [[στομάχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>μονο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοκοίλιος Medium diacritics: θερμοκοίλιος Low diacritics: θερμοκοίλιος Capitals: ΘΕΡΜΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: thermokoílios Transliteration B: thermokoilios Transliteration C: thermokoilios Beta Code: qermokoi/lios

English (LSJ)

ον,

   A hot-stomached, Hp.Epid.6.4.19.

German (Pape)

[Seite 1201] von hitzigem Magen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοκοίλιος: -ον, ἔχων θερμὴν κοιλίαν, θερμόν στόμαχον, Ἱππ. 1180G.

Greek Monolingual

θερμοκοίλιος, -ον (Α)
(για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ-κοίλιος, μονο-κοίλιος)].