θυιάς: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ [[θυιάς]] bacchante.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θυάς]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ [[θυιάς]] bacchante.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θυάς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυάς]] και διάφ. γρφ. [[θυάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθεση]], [[έφοδος]], [[προσβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που της προκαλούν τα κεντρίσματα της Ήρας [[μαινάδα]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>αἱ Θυιάδες</i> ή <i>Θυιάδες</i><br />οι Μαινάδες, οι Βάκχες («Θυάδες<br />αἱ Βάκχαι, παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῡ <i>ι</i> Θυιάδες», Ε.Μ.)<br /><b>3.</b> (ως επίθ. θηλ. και σπαν. σε <b>επιγρ.</b> ως αρσ.) [[γυναίκα]] ερωτόληπτη, [[ερωτομανής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ:—written θυάς Tim.Fr.3, A.Th.498 cod. Med.: (θύω):—
A inspired, possessed woman, esp. Bacchante, ll. cc., cf. A.Th. 836, Supp.564 (both lyr.), Plu.2.293f, etc.; cf. foreg. II fem. Adj., frantic, mad for love, Lyc.143.
German (Pape)
[Seite 1222] άδος, ἡ, auch θυϊάς geschrieben, aber θυάς ist eine fehlerhafte Form; die Rasende, Bacchantinn, Aesch. Spt. 480. 818; öfter Plat.; als adj. fem., z. B. ἑορτή, das Bacchusfest, Nonn.; λύσσα Christodor. Ecphr. 39.
Greek (Liddell-Scott)
θυιάς: -άδος, ἡ· συχνάκις ἐσφαλμένως γραφόμενον: θυάς, Βεντλέϋος εἰς Ὀρ. ᾨδ. 2. 19, 9, Βλωμφ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 498· (θύω)· - γυνὴ μαινομένη ἢ θεόπνευστος, ἰδίως μαινάς, Βάκχη, αὐτόθι 498, 836, Ἱκέτ. 564, Πλούτ. 2. 293F, κτλ· πρβλ. Θυῖαι. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ. ἑορτὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 113. 2) μαινόμενος, ἐμμανὴς ἐξ ἔρωτος, ἐρωτόληπτος, Λυκόφρ. 143· σπανιώτερον ὡς ἀρσ. κατὰ τὸν Ἰακώψ. ἐν Δελφ. Ἐπιγρ. 4. 45.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ θυιάς bacchante.
Étymologie: cf. θυάς.
Greek Monolingual
θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
μσν.
επίθεση, έφοδος, προσβολή
αρχ.
1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που της προκαλούν τα κεντρίσματα της Ήρας μαινάδα, Αισχύλ.)
2. ως κύρ. όν. αἱ Θυιάδες ή Θυιάδες
οι Μαινάδες, οι Βάκχες («Θυάδες
αἱ Βάκχαι, παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῡ ι Θυιάδες», Ε.Μ.)
3. (ως επίθ. θηλ. και σπαν. σε επιγρ. ως αρσ.) γυναίκα ερωτόληπτη, ερωτομανής.