ἰθυβόλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθῠβόλος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, [[ἀκόντιον]] Ἀπολλόδ. 3. 15· [[εὐθύς]], Βυζ. | |lstext='''ἰθῠβόλος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, [[ἀκόντιον]] Ἀπολλόδ. 3. 15· [[εὐθύς]], Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.
German (Pape)
[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.
Greek Monolingual
ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.