ἱερακοπόδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_21) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερᾱκοπόδιον''': τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115. | |lstext='''ἱερᾱκοπόδιον''': τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερακοπόδιον]], τὸ (Α)<br />το [[φυτό]] [[λυχνίς]] η αγρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[πους]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυμνο</i>-[[πόδιον]], <i>κλινο</i>-[[πόδιον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,= λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοπόδιον: τό, = λυχνὶς ἀγρία, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 115.
Greek Monolingual
ἱερακοπόδιον, τὸ (Α)
το φυτό λυχνίς η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο-πόδιον, κλινο-πόδιον)].