ἰξευτής: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξευτής Medium diacritics: ἰξευτής Low diacritics: ιξευτής Capitals: ΙΞΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ixeutḗs Transliteration B: ixeutēs Transliteration C: ikseftis Beta Code: i)ceuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9.    II as Adj., catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst.ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιξεύτριαἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.